καινουργῶ

καινουργῶ
καινουργέω
make new
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καινουργέω
make new
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
καινουργός
producing changes
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καινουργώ — και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) [καινουργός] 1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου 2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)… …   Dictionary of Greek

  • καινουργίζω — (Μ) [καινουργός] καινουργώ*, ανακαινίζω, καθιστώ κάτι καινούργιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού καινουργώ κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • καινούργησις — καινούργησις, ἡ (Α) [καινουργώ] η πράξη τού καινουργώ, ανανέωση, ανακαίνιση …   Dictionary of Greek

  • ανακαινουργώ — ( έω) (Μ ἀνακαινουργῶ) [καινουργῶ] ξανακάνω κάτι καινούργιο, ανανεώνω, ανακαινίζω …   Dictionary of Greek

  • καινουργιώνω — (Μ καινουργιώνω) βλ. καινουργώ …   Dictionary of Greek

  • καινουργώνω — (Μ καινουργωνω) βλ. καινουργώ …   Dictionary of Greek

  • καινούργημα — καινούργημα, τὸ (AM) [καινουργώ] νεωτερισμός, καινοτόμημα, καινοτομία …   Dictionary of Greek

  • προσκαινουργώ — έω, Α κάνω και άλλο κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καινουργῶ «επιχειρώ κάτι καινούργιο»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαινουργώ — έω, Α 1. ανανεώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. μέσ. συγκαινουργοῡμαι, έομαι ανανεώνομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καινουργῶ «κατασκευάζω κάτι εκ νέου, νεωτερίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”